δημοσιονομικός

δημοσιονομικός
-ή, -ό
Ι. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη δημοσιονομία ή στον δημοσιονόμο
2. φρ. α) «δημοσιονομικές λειτουργίες» — οι διοικητικές κρατικές λειτουργίες που είναι αρμόδιες για την είσπραξη και τη λογιστική διαχείριση τών δημόσιων εσόδων και για τη δικαστική παρακολούθηση και τον έλεγχο τών οικονομικών πράξεων τού κράτους
β) «δημοσιονομική πολιτική» — η διαχείριση τών πόρων τού δημοσίου για την αντιμετώπιση τών κρατικών και κοινωνικών αναγκών
II. επίρρ. δημοσιονομικά και δημοσιονομικώς
α) σε σχέση με τη δημοσιονομία
β) σύμφωνα με τα πορίσματα τής δημοσιονομίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1881 στον Ιωάν. Ζωγράφο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • δημοσιονομικός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στη δημοσιονομία: Η δημοσιονομική πολιτική της κυβέρνησης δέχεται πολλές κριτικές …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δασμός — Έμμεσος φόρος που μπορεί να επιβληθεί στα εμπορεύματα, τα οποία μεταφέρονται από χώρα σε χώρα, όταν περνούν την τελωνειακή γραμμή. Ανάλογα με τον σκοπό που επιδιώκεται με τους δ., γίνεται διάκριση μεταξύ δημοσιονομικών δ. και οικονομικών ή… …   Dictionary of Greek

  • φισκαλιστής — ο, Ν οπαδός οικονομικής σχολής που πρεσβεύει ότι ο καλύτερος και αποτελεσματικότερος έλεγχος τής οικονομίας επιτυγχάνεται μέσω τής δημοσιονομικής πολιτικής. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. fiscal «δημοσιονομικός, φορολογικός» < fisc «φορολογία, εφορία»… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”